ἐνθουσιῶ

ἐνθουσιῶ
ἐνθουσιάω
to be inspired
pres imperat mp 2nd sg
ἐνθουσιάω
to be inspired
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
ἐνθουσιάω
to be inspired
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
ἐνθουσιάω
to be inspired
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
ἐνθουσιάζω
to be inspired
fut ind act 1st sg (attic epic ionic)
ἐνθουσιάζω
to be inspired
pres imperat mp 2nd sg
ἐνθουσιάζω
to be inspired
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
ἐνθουσιάζω
to be inspired
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
ἐνθουσιάζω
to be inspired
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ενθουσιώ — ἐνθουσιῶ, άω (Α) ενθουσιάζω, κατέχομαι από ενθουσιασμό («ἀνεπήδησεν ἐπὶ τὸν ἵππον ὥσπερ ἐνθουσιῶν», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ενθουσιάζω. Ο τ. ενθουσιάω ( ώ) κατά τα ρήματα σε ιάω τα δηλωτικά πάθους ή ασθένειας] …   Dictionary of Greek

  • ενθουσιάζω — (AM ἐνθουσιάζω, Α και ἐνθουσιῶ, άω) νεοελλ. 1. διεγείρω, μεταδίδω ενθουσιασμό («με τα λόγια του ενθουσίαζε τα πλήθη») 2. προκαλώ σε κάποιον ιδιαίτερη χαρά («δεν μέ ενθουσιάζει η ιδέα σου») 3. (μτχ. παθ. παρακμ.) ενθουσιασμένος αυτός που βρίσκεται …   Dictionary of Greek

  • ενθουσιότης — ἐνθουσιότης, η (Μ) [ενθουσιώ] ενθουσιασμός, ενθουσίαση …   Dictionary of Greek

  • επενθουσιώ — ἐπενθουσιῶ, άω (Α) ενθουσιάζομαι για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ενθουσιώ (παράλληλος τ. τού ενθουσιάζω*)] …   Dictionary of Greek

  • συνενθουσιώ — άω, Α 1. συνενθουσιάζω* 2. καταλαμβάνομαι από θαυμασμό για κάτι («ὁμοψύχως Μαξίμῳ τὰ περὶ θειασμὸν συνενθουσιῶν», Ευνάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐνθουσιῶ, άλλος τ. του ἐνθουσιάζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”